Γράφει η Βίκη Κωνσταντινοπούλου
Το τρίτο σαββατοκύριακο του Αυγούστου είναι αφιερωμένο στους Φάρους και την προσφορά τους στη ναυσιπλοΐα. Δε θυμάμαι το πότε ερωτεύτηκα τους φάρους, ποια στιγμή, ποιο γεγονός, με ποια αφορμή κέντρισαν το ενδιαφέρον μου. Νιώθω σα να με τραβούσαν από πάντα. Σα να γεννήθηκα μ’ αυτή την αγάπη, του φωτός μέσα στο σκοτάδι, ίσως μια αγάπη που θεωρώ πως ενώνει όλους τους ανθρώπους. Κανείς μας δε στρέφεται στο σκοτάδι, απλώς βρίσκεται εκεί όταν όλα τα φώτα από τη ζωή του έχουν απομακρυνθεί. Σα πλοία μέσα στη νυχτιά της βαρβαρότητας που διακατέχει τον άνθρωπο περιπλανιόμαστε. Το φως των άστρων είναι απόμακρο, συμβαίνει κάπου αλλού μακριά από εμάς, προσπαθούμε να βρούμε την πορεία μας με βάση αυτά, αλλά στις συννεφιές της ζωής είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Και εκεί που οδηγούμαστε στα βράχια, κάποιος ή μάλλον κάποιοι έχουν χτίσει ένα φάρο, να φωτίζει να ξέρουμε πως υπάρχει στεριά, πως ίσως και λιμάνι για να διορθώσουμε την πορεία μας και να βρούμε τη θέση μας πάλι. Δεν ξέρω πως είναι να είσαι ναυτικός να σε δέρνει η αλμύρα της θάλασσας και να χορεύεις πάνω στο ρυθμό των κυμάτων, μόνο μπορώ να φανταστώ την θαλπωρή του φωτός των φάρων να φέγγει από μακριά, τη θαλπωρή ίσως της σκέψης πως υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί που φρόντισε για την ορθή λειτουργία του φάρου. Η εργασία του ενός, η σωτηρία του άλλου.
Στο μαύρο της νύχτας, θάλασσα και ουρανός ίσως να γίνονται ένα, να μην ξεχωρίζουν στον ορίζοντα. Που σταματά και ξεκινά το άλλο; Ίσως, ακόμη από μακριά το φως του φάρου να φαντάζει σαν κάποιο αστέρι που να τρεμοπαίζει, ίσως και το πλοίο ακόμη να φαντάζει πως πλέει στα νερά του διαστήματος, αλλά δεν το γνωρίζω. Έχω μόνο ταξιδέψει με επιβατικά πλοία, που είναι λουσμένα από φως, σε θάλασσες που η στεριά και τα φώτα των πόλεων δεν είναι τόσο μακριά, δεν έχω φθάσει να μπερδέψω ποτέ τη θάλασσα με τον ουρανό. Όσες φορές έχω δει φάρο τη νύχτα μαγνητίζομαι σαν πεταλούδα στη φωτιά, μου είναι αδύνατον να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Το ίδιο συμβαίνει και στη διάρκεια της ημέρας, έχω περπατήσει μες τη ζέστη του καλοκαιριού αποστάσεις επί αποστάσεων για να βρεθώ κοντά τους, να θαυμάσω τη συλλογικότητα που διακατέχει την ιδέα τους. Πίσω από τα λυτά περίτεχνα οικοδομήματα που μαρτυρούν την αρχιτεκτονική της εποχής που χτίστηκαν, που αυτή τα προσθέτει με τη σειρά της στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου, υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων, που σχεδόν ζηλεύω, οι φαροφύλακες. Αυτοί εργάζονται σκληρά για τη διατήρηση τους, την ορθή λειτουργία τους, από αυτούς εξαρτάται η ασφαλή πορεία των πλοίων. Οι φάροι μαρτυρούν την ομαδικότητα του πνεύματος των ανθρώπων, το νοιάξιμο για τον συνάνθρωπο. Φυσικά δεν είναι το μόνο οικοδόμημα που μαρτυρά αυτά, αλλά για τώρα λόγω των ημερών μπορούμε, θεωρώ, να τους τιμήσουμε κατά αυτό τον τρόπο. Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς που χαράχτηκαν πιο έντονα στη μνήμη μου.
Ένας από τους ωραιότερούς φάρους που έχω επισκεφθεί είναι αυτός στο ακρωτήρι Ταίναρο, στο νοτιότερο άκρο του χερσαίου τμήματος της Ευρώπης. Εκεί που θεωρούταν σημείο για την πύλη των νεκρών στον Άδη, ο σύγχρονος άνθρωπος έχτισε έναν φάρο, να φωτίζει το πέρασμα των πλοίων και να τους απομακρύνει από την πύλη, να τους καθοδηγεί στη ζωή. Από το άκρο του τοπίου μπορεί κανείς να αντικρύσει τα δύο πελάγη να απαντώνται. Το Αιγαίο βαθυγάλανο από τη μία και το Ιόνιο σκούρο μπλε από την άλλη, σχεδόν συγκρούονται, μπροστά ακριβώς από την άκρη του βράχου απλώνεται μια τεράστια λευκή γραμμή κυμάτων, στο γυμνό μάτι δε φαίνεται να αναμειγνύονται. Μετά από τη μια ώρα σχεδόν πεζοπορίας που χρειάζεται για να φθάσεις στο ακρωτήρι το θέαμα σίγουρα σε ανταμείβει.
Ο ψηλότερος φάρος του ελληνικού δικτύου υψώνεται στη Δίδυμη Σύρου, στη μικρή ακατοίκητη βραχονησίδα απέναντι από το λιμάνι της Σύρου. Το πλοίο της γραμμής περνά ανάμεσα στη βραχονησίδα και στο νησί. Την πρώτη φορά που τον αντίκρυσα θυμάμαι να μου κόβεται η ανάσα, έχει μια απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια, ίσως να οφείλεται στο ύψος του, ίσως στο πως στέκει τόσο γραφικά μες το όλο τοπίο, ίσως ακόμη και στην έκπληξη του πρώτο- αντικρίσματος. Το βράδυ σχεδόν όπου κι αν βρίσκεσαι στη Σύρο, μπορείς να δεις το φως του, δεν είναι τόσο λαμπερό ή τόσο δυνατό, το πιάνει, παρόλα αυτά, η περιφερειακή σου όραση πολύ εύκολα.
Σε ένα ακόμη ειδυλλιακό τοπίο, αυτό της άκρας Μελαγκάβι, βρίσκεται ο ομώνυμος φάρος ή αλλιώς φάρος Ηραίον. Η δεύτερη ονομασία του προέρχεται από το ιερό της Ήρας που βρίσκεται εκεί. Σ’ αυτό το μικρό κολπίσκο απαντά κανείς την ιστορία όλου του ελλαδικού χώρου με τρία «οικοδομήματα», ένα εκκλησάκι να υψώνεται από το ένα σημείο του βράχου, το φάρο από την απέναντί πλευρά και το αρχαίο ιερό στη μέση. Παρόν, παρελθόν και η υπόσχεση του αύριο κλισμένα σε ένα κολπίσκο. Όταν έχει άμπωτη, αποκαλύπτεται μια μικρή ακτή που χωρά λιγοστούς λουόμενους. Όταν το φεγγάρι είναι στη γέμιση και σηκώνεται παλίρροια αυτή καλύπτεται τελείως.
Η λογοτεχνία τόσο η παγκόσμια όσο και η εγχώρια βρίθει αναφορών σε φάρους. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω το μυθιστόρημα της Βιρτζίνιας Γούλφ, «Στο Φάρο» γραμμένο το 1927. Πραγματεύεται την απώλεια και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Είναι γραμμένο στο ύφος της σκέψης, πως σχεδόν σα μικροί φάροι οι σκέψεις μας αναδύονται μες το μυαλό μας και πως έπειτα αυτές μέσω του λόγου φθάνουν τους συνανθρώπους μας. Δεν ξέρω πως θα μπορούσα να περιγράψω το φως των φάρων, νομίζω πως αυτό μου θυμίζει την περιγραφή του Παπαδιαμάντη στο διήγημα «Άνθος του γυαλού[1]» για ένα φως που έβλεπε τη νύχτα μες τη θάλασσα ένας από τους ήρωες του διηγήματος: «ένα μελαγχολικό φως – καντήλι, φανάρι, λαμπάδα ή αστέρι πεσμένο – να τρεμοφέγγει εκεί μακριά, στο βάθος της μελανής εικόνας, πάνω στο κύμα, να στέκεται πολλές ώρες, να φαίνεται σαν να πλέει και μετά να μένει ακίνητο.» Ας μου επιτραπεί να κλείσω με μια μικρή παράφραση στην περιγραφή του Ουγκώ για τις διαδρομές του ανθρώπου στο σκοτάδι στο μυθιστόρημα του «οι Άθλιοι»: «Το σκοτάδι είναι[2] αβυσσαλέο. Ο άνθρωπος χρειάζεται το φως.» Γι’ αυτό οι άνθρωποι χτίσανε τους φάρους.
Σύντομο Βιογραφικό
Η Κωνσταντινοπούλου Βασιλική (Βίκη) ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στο τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστήμιού Πειραιώς πάνω στο «Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών». Είναι πτυχιούχος του τμήματος Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 2020 ασχολείται ερασιτεχνικά με την τέχνη του κολλάζ και του mixed media. Έργα της έχουν δει τη δημοσιότητα στο γαλλικό τύπο ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εικαστικές εκθέσεις. Αντλεί τη θεματολογία από τη διεπιστημονικότητα των σπουδών της και προσπαθεί να προάγει το διάλογο μεταξύ των επιστημών.
[1] Η ορθογραφία έχει κρατηθεί όπως αυτή υφίσταται στο κείμενο του Παπαδιαμάντη
[2] Στο κείμενο το ρήμα είναι βρίσκεται στον αόριστο: «Το σκοτάδι ήταν αβυσσαλέο». Ουγκώ Βίκτορ, «Οι Άθλιοι», κεφ. 5ο , βιβλίο 3ο, 2ο μέρος «Τιτίκα», σελ. 329, 1ος τόμος, εκδόσεις 4π, Αθήνα, 2011.