Του Alper Coşkun
Η Τουρκία οδεύει προς δύο κρίσιμες στιγμές το 2023: τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο και την εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας στις 29 Οκτωβρίου. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ταλαιπωρημένος από τις αυξανόμενες οικονομικές προκλήσεις που επηρεάζουν τις αξιολογήσεις του, είναι απελπισμένος στην προσπάθεια να αξιοποιήσει αυτή τη ροή γεγονότων για να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας του στις επερχόμενες εκλογές.
Σε μια ομιλία σαν προεκλογικό μανιφέστο που εκφώνησε στις 28 Οκτωβρίου με το σύνθημα “αιώνας για την Τουρκία”, προσπάθησε να απευθυνθεί στη βάση του και τους απογοητευμένους ψηφοφόρους δίνοντας υποσχέσεις για ένα καλύτερο και λαμπρότερο μέλλον. Αν και τίποτα δεν ήταν καινούργιο στα έργα και τις ιδέες που διατύπωσε, η ενίσχυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών μέσω ενός νέου συντάγματος ήταν κεντρικό θέμα στο μήνυμά του. Την επόμενη μέρα, σε συνδυασμό με τους εορτασμούς για την ενενηκοστή ένατη επέτειο από την ίδρυση της Δημοκρατίας, συμμετείχε στην τελετή κυκλοφορίας του πρώτου ηλεκτρικού οχήματος της Τουρκίας, του TOGG, δηλώνοντας ότι είναι “η εκπλήρωση ενός ονείρου εξήντα ετών” και μια απόδειξη της επιτυχίας της Τουρκίας υπό τη διακυβέρνησή του.
Αυτά τα δύο προσεκτικά στημένα γεγονότα ρίχνουν φως σε ένα μέρος από το μέλλον της Τουρκίας. Ωστόσο, ήρθαν μετά από κάτι πολύ διαφορετικό και λιγότερο εμπνευσμένο. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) της Τουρκίας, του οποίου προεδρεύει ο Ερντογάν, και ο μικρότερος εταίρος του, το Κόμμα Εθνικού Κινήματος (MHP), ψήφισαν ένα νέο νομοσχέδιο στο κοινοβούλιο στις αρχές Οκτωβρίου, το οποίο υποτίθεται ότι έχει σχεδιαστεί για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Υπεγράφη κατεπειγόντως σε νόμο από τον Ερντογάν στις 18 Οκτωβρίου, εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις του στην ελευθερία της έκφρασης στη χώρα.
Οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης και η αντιπολίτευση τον αποκαλούν νόμο λογοκρισίας, ενώ ορισμένοι Τούρκοι παρατηρητές τον έχουν περιγράψει ως εξέλιξη της στρατηγικής λογοκρισίας της κυβέρνησης από “μικροδιαχείριση και καταστολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έως μικροδιαχείριση και στραγγαλισμό ανθρώπων”. Η αξιωματική αντιπολίτευση, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), έχει ήδη υποβάλει αίτημα για την κατάργησή του από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ωστόσο, η σύνθεση του δικαστηρίου καθιστά δύσκολο το να υποθέσει κανείς ότι θα διανοούνταν να ασκήσει κριτική σε οποιαδήποτε χρηματοδοτούμενη από τα ΑΚΡ και ΜΗΡ νομοθεσία.
Ο νόμος ενισχύει τον έλεγχο στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τους διαδικτυακούς ιστότοπους ειδήσεων. Παρατηρεί σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία της έκφρασης στην Τουρκία, καθιστώντας την έναν νέο δείκτη των ήδη υποχωρούντων δημοκρατικών διαπιστευτηρίων της χώρας. Υπάρχει επίσης μια πιθανή οικονομική επίπτωση για την Τουρκία, δεδομένου του βαθμού στον οποίο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) έχουν φτάσει να βασίζονται στην αδιάλειπτη πρόσβαση στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για τις δραστηριότητές τους, οι οποίες θα μπορούσαν όλες να επηρεαστούν από αυτή τη νομοθεσία. Το ίδιο ισχύει για την τουρκική κοινωνία γενικότερα, η οποία έχει αγκαλιάσει σταθερά τον ψηφιακό τομέα ως μέρος της καθημερινότητάς της.
Η ανάγκη ρύθμισης του περιεχομένου του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι μια κατανοητή ανησυχία, αλλά είναι, ταυτόχρονα, ένα δίκοπο μαχαίρι. Η Τουρκία πρέπει να επιτύχει τη σωστή ισορροπία και να διαφυλάξει τις βασικές ελευθερίες που ωφελούν την κοινωνία με περισσότερους από έναν τρόπους. Ενώ η διατήρηση της υπεροχής των πληροφοριών θα είναι βασικός παράγοντας για την κυβέρνηση ενόψει των εκλογών του επόμενου έτους, μένει να φανεί εάν η σύνεση θα καθοδηγήσει την εφαρμογή του νέου νόμου. Η βιασύνη με την οποία εγκρίθηκε η νομοθεσία με κομματικό τρόπο ενάντια στον σάλο της αντιπολίτευσης και η έλλειψη διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη υποδηλώνουν το αντίθετο.
Don’t worry be happy
Αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, απορρίπτουν τις ανησυχίες σχετικά με τον νέο νόμο και τονίζουν τις ανησυχίες σχετικά με τον αποδιοργανωτικό αντίκτυπο της παραπληροφόρησης στην κοινωνία και την ανάγκη ρύθμισης. Επισημαίνουν παραδείγματα νομοθεσίας που παρουσιάστηκαν σε άλλες χώρες για την καταπολέμηση αυτής της πρόκλησης.
Με την πρώτη ματιά, η υπόθεση αυτού του επιχειρήματος είναι έγκυρη. Η παραπληροφόρηση είναι ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο πρόβλημα. Αλλά όπως πάντα, ο διάβολος είναι στις λεπτομέρειες.
Για αρχή, η νέα τουρκική νομοθεσία είναι δρακόντεια από πολλές απόψεις. Εισάγει ποινές φυλάκισης για τη διάδοση παραπλανητικών ειδήσεων. Ένα υποπροϊόν μιας τέτοιας απειλής φυλάκισης είναι ότι θα δώσει αυτόματα κίνητρα στην αυτορρύθμιση μέσω του εκφοβισμού, γεγονός που θα μειώσει το περιθώριο για δημόσιο διάλογο.
Σε συνδυασμό με αυτό το μειονέκτημα, υπάρχει επίσης η πραγματικότητα ότι ο νόμος περιέχει διφορούμενα μηνύματα όπως η διάδοση παραπλανητικών ειδήσεων, η δημόσια τάξη, η εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια και η πρόθεση να προκληθεί δημόσια αναταραχή, φόβος ή πανικός. Αυτά τα αδικήματα θα χρησιμεύσουν ως βάση για ποινικές διώξεις, με την επιφύλαξη της ερμηνείας ενός ολοένα και πιο πολιτικοποιούμενου δικαστικού συστήματος. Το πρόβλημα εκεί είναι εμφανές.
Η πρώτη δοκιμασία του νόμου τέθηκε σε κίνηση μέσω μήνυσης που κατατέθηκε στην εισαγγελία κατά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, για διάδοση ψευδών ειδήσεων. Η μήνυση προήλθε από τον μηχανισμό ασφαλείας της Τουρκίας ως αντίδραση στους ισχυρισμούς του Κιλιτσντάρογλου ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ήταν συνένοχοι στο εμπόριο ναρκωτικών και στις δραστηριότητες ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Ακολούθησε η πρώτη σύλληψη σε ξεχωριστή υπόθεση σχετικά με το φερόμενο έγκλημα της διάδοσης παραπληροφόρησης.
Τέλος, ο νόμος επιβάλλει επίσης εκτεταμένες απαιτήσεις στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τις οποίες αναμένεται να δρουν ως φύλακες, που κυμαίνονται από την αφαίρεση περιεχομένου έως την κοινή χρήση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με λογαριασμούς χρηστών, με βαριά πρόστιμα να κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει εγκριθεί αυτός ο νόμος εντείνει τις ανησυχίες. Η Τουρκία θα διεξαγάγει διπλές εκλογές – προεδρικές και κοινοβουλευτικές – το 2023. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η πιο σημαντική εκλογική πρόκληση που αντιμετώπισε ο Ερντογάν στη διακυβέρνησή του, η οποία διήρκεσε πάνω από είκοσι χρόνια. Και η πρόσφατη καταδίκη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, πιθανού διεκδικητή της προεδρίας για λογαριασμό της ενωμένης αντιπολίτευσης στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, σε περισσότερα από δύο χρόνια φυλάκισης για προσβολή δημοσίων προσώπων δείχνει ήδη τους άνισους όρους ανταγωνισμού.
Με τα περισσότερα κορυφαία παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης να έχουν μετατραπεί σε κυβερνητικά φερέφωνα, ο ρόλος των πλατφορμών μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ελεύθερη ροή πληροφοριών και ιδεών έχει αυξηθεί στην Τουρκία. Έχουν γίνει το μέσο με το οποίο μπορούν ελεύθερα να εκφραστούν και να διαδοθούν εναλλακτικές απόψεις έναντι του κυβερνητικού αφηγήματος. Αυτό τα καθιστά ζωτικής σημασίας, ειδικά κατά τη διάρκεια κρίσιμων πολιτικών συγκυριών, όπως οι επερχόμενες εκλογές, θέτοντας περαιτέρω αμφιβολίες για την πραγματική πρόθεση και το χρονοδιάγραμμα του νόμου.
Οι ανησυχίες της Τουρκίας είναι νόμιμες αλλά τα μέτρα το παρατραβούν
Καθώς ο ψηφιακός χώρος μεγαλώνει και ο ρόλος του στη ζωή μας εξελίσσεται, η διελκυστίνδα μεταξύ των ανησυχιών για τη δημόσια βλάβη μέσω της παραπληροφόρησης και του τοξικού λόγου και της ανάγκης διατήρησης των θεμελιωδών ελευθεριών θα γίνει αναπόφευκτα πιο σοβαρή. Αυτές οι ανησυχίες έχουν να κάνουν με την ανθεκτικότητα των χωρών. Έχουν καταστεί εξέχοντα θέματα ημερήσιας διάταξης σε θεσμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ – μεταξύ άλλων – τα οποία αναζητούν λύσεις εντός των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.
Όσο ουσιαστικό και αν είναι, η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς ιδεών από μόνη της μπορεί να μην κριθεί επαρκής από όλες τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων – ειδικά επειδή οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν τις δικές τους, αναμφισβήτητα αυθαίρετες πολιτικές ελέγχου περιεχομένου και μπορούν να τις αλλάξουν κατά βούληση. Σε μια εποχή ανερχόμενου εθνικισμού και αυξημένων πολιτιστικών ευαισθησιών, σε συνδυασμό με γενικούς λόγους εθνικής ασφάλειας, το επιχείρημα για κυβερνητική ρύθμιση στο Διαδίκτυο και στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα συνεχίσει να “μπάζει νερά”. Το επίσημο αφήγημα της Τουρκίας δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η καθολικότητα των προκλήσεων που συνδέονται με τις ψηφιακές κοινωνίες και η ευθύνη του κράτους να παρέχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο προς αντιστάθμισμά τους αποτελούν τη βάση της επίσημης αιτιολόγησης της νομοθεσίας της Τουρκίας. Αυτή είναι η εξήγηση που παρείχαν στο τουρκικό κοινοβούλιο οι εμπνευστές του νόμου. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τις νόμιμες εκκλήσεις για προληπτικά και προστατευτικά μέτρα που θα ήταν προς το συμφέρον των ατόμων και της κοινωνίας.
Σε επιστολή της στις 30 Σεπτεμβρίου, η Τουρκία έθεσε τα ίδια σημεία στην Επιτροπή της Βενετίας, ένα εξειδικευμένο νομικό όργανο υπό το Συμβούλιο της Ευρώπης. Με τη σειρά της, η επιτροπή εξέδωσε τη γνώμη της στις 21 Οκτωβρίου. Αν και αναγνώρισε την πρόκληση που δημιουργεί η διαταραχή της πληροφόρησης και την ανάγκη αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης, η επιτροπή εξέφρασε πρώτα και κύρια ανησυχία για την παρέμβαση του νόμου στην ελευθερία της έκφρασης. Εξέφρασε την άποψη ότι ο κανονισμός δεν ήταν ανάλογος προς τον διακηρυχθέντα νόμιμο στόχο της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης και τόνισε το ανατριχιαστικό της αποτέλεσμα, το οποίο υποστήριξε ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτολογοκρισία. Με άλλα λόγια, η επιτροπή παραδέχτηκε την εγκυρότητα του επιχειρήματος της Τουρκίας, αλλά πίστευε ότι τα μέτρα του νόμου το παρακάνουν.
Η Τουρκία πρέπει να σταθμίσει τα οφέλη από την καθιερωμένη και αυξανόμενη παρουσία της στον ψηφιακό τομέα
Ένα καλά κρυμμένο μυστικό για την Τουρκία είναι το πόσο καλά έχει αγκαλιάσει η χώρα τον ψηφιακό χώρο. Σύμφωνα με μια μελέτη του 2022 από την Kepios, μια εταιρεία που μελετά τις ψηφιακές τάσεις μέσω δεδομένων ανοιχτού κώδικα, το 82% του τουρκικού πληθυσμού είναι συνδεδεμένο στο διαδίκτυο. Οι Τούρκοι περνούν κατά μέσο όρο οκτώ ώρες την ημέρα στο Διαδίκτυο, υπερβαίνοντας τον παγκόσμιο μέσο όρο των επτά ωρών. Καθώς ο αριθμός των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παγκοσμίως αυξήθηκε κατά 10,1% το 2022, ξεπερνώντας τα 4,62 δισεκατομμύρια άτομα, η Τουρκία κατέλαβε την εικοστή έβδομη θέση στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, με ποσοστό αποδοχής που ξεπερνά το 80%· περνούν σχεδόν τρεις ώρες καθημερινά σε αυτές τις πλατφόρμες.
Παράλληλα με την εικόνα που προκύπτει από αυτά τα στοιχεία, υποδεικνύοντας τον βαθμό στον οποίο η τουρκική κοινωνία έχει ενσωματωθεί στον ψηφιακό χώρο, υπάρχει επίσης μια σχετική οικονομική διάσταση που αξίζει προσοχής. Σε μια πρόσφατη μελέτη της Deloitte, η προστιθέμενη αξία του οικοσυστήματος προϊόντων της Google μόνο για την τουρκική οικονομία εκτιμήθηκε ότι ανήλθε στο 3,9% του τουρκικού ακαθάριστου εθνικού προϊόντος το 2018 και είχε προβλεφθεί να φτάσει το 7,4% το 2025. Μια προηγούμενη μελέτη στο Facebook (νυν Meta) τόνισε τον καταλυτικό ρόλο των διαφόρων πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης που διαθέτει, ιδιαίτερα για τις ΜμΕ. Η μελέτη υπογράμμισε την προστιθέμενη αξία των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης στην τουρκική οικονομία, που εισάγει μετασχηματισμένες δυνατότητες μάρκετινγκ και πωλήσεων, ευκολία διασυνοριακού εμπορίου και κέρδη αποτελεσματικότητας μέσω της ψηφιοποίησης.
Ο μετασχηματιστικός χαρακτήρας της ψηφιοποιημένης οικονομίας έχει αποκτήσει περαιτέρω ώθηση με την έλευση της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, καθοδηγούμενης από νέες και αναδυόμενες τεχνολογίες. Αυτές οι εξελίξεις δεν αλλάζουν μόνο τις επιχειρηματικές πρακτικές, αλλά επιτρέπουν επίσης εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς επιχειρηματικής ανάπτυξης γύρω από εξειδικευμένες ιδέες. Η Τουρκία έχει αναδειχθεί ως καλό παράδειγμα από αυτή την άποψη, καθώς το εθνικό της οικοσύστημα καινοτομίας μπόρεσε να τροφοδοτήσει νέες ιστορίες οικονομικής επιτυχίας μέσω της βιομηχανίας νεοφυών επιχειρήσεων, η οποία έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Η Τουρκία δεν είχε καμία startup αξίας άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, που ονομάζονταν μονόκεροι, μέχρι το 2020, αλλά η χώρα μπορεί τώρα να υπερηφανεύεται για ένα ζωντανό οικοσύστημα startup που έχει παράγει δύο “decacorns” (αξίας πάνω από 10 δισεκατομμύρια δολάρια) και τέσσερις μονόκερους. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η κορυφαία εταιρεία τυχερών παιχνιδιών για κινητά της χώρας, η Dream Games, η οποία ξεκίνησε το 2019 και πέτυχε το καθεστώς του μονόκερου μέσα σε δύο χρόνια. Εν τω μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη αναγνωρίστηκε πρόσφατα ως ο δεύτερος μεγαλύτερος κόμβος τυχερών παιχνιδιών στον κόσμο (μετά το Λονδίνο), με υψηλές προοπτικές για επιπλέον ανάπτυξη. Αυτό το επίπεδο επιτυχίας οδήγησε ορισμένους να αποκαλούν την Τουρκία “η Silicon Valley του gaming για κινητά”.
Αυτά τα παραδείγματα επιβεβαιώνουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι ΜμΕ και οι νεοφυείς επιχειρήσεις μπορούν να είναι κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης και καινοτομίας. Και ενώ απαιτούνται πολλά συστατικά για την επιτυχία τους – συμπεριλαμβανομένου του εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο διαθέτει η Τουρκία – ένα βασικό στοιχείο είναι η απρόσκοπτη και συνεχής πρόσβαση στον ψηφιακό χώρο. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη της απαραίτητης υποδομής για να διασφαλιστεί αυτό, μεταξύ άλλων από κανονιστική σκοπιά, δεν είναι τίποτα λιγότερο από προϋπόθεση.
Μια μελέτη του 2021 που εξέταζε τις επιδόσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού της Τουρκίας αναγνώρισε ότι έχουν σημειωθεί πρόοδοι, αλλά εντόπισε σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, ιδιαίτερα σε σχέση με το ευνοϊκό περιβάλλον, το οποίο ήταν μεταξύ των τεσσάρων υποδεικτών που αναλύθηκαν. Εξέτασε δύο δείκτες κατά την αξιολόγηση του ψηφιακού περιβάλλοντος στην Τουρκία: το πολιτικό και κανονιστικό περιβάλλον και το περιβάλλον επιχειρήσεων και καινοτομίας. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χαμηλότερες βαθμολογίες της Τουρκίας ήταν στην κατηγορία πολιτικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος, κάτι που με τη σειρά του μείωσε το συνολικό επίπεδο απόδοσης. Η μελέτη εκπονήθηκε από την TÜBİSAD, έναν όμιλο κορυφαίων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στους τομείς των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών και νέων μέσων στη χώρα που διέπουν συλλογικά έναν οικονομικό όγκο που υπερβαίνει τα 27 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης υπογραμμίζουν τη σημασία ενός ευνοϊκού ρυθμιστικού περιβάλλοντος για την επιτυχία στον ψηφιακό μετασχηματισμό και, ως εκ τούτου, θέτουν σε προοπτική τις μεγάλης κλίμακας παγίδες γύρω από τον νόμο περί παραπληροφόρησης της Τουρκίας.
Με τον τρόπο που η οικονομική κακοδιαχείριση οδήγησε σε φυγή κεφαλαίων από την Τουρκία, φέρνοντας το ποσοστό των ξένων επενδυτών σε τουρκικά ομόλογα και μετοχές σε ιστορικό χαμηλό, η υπερρύθμιση του ψηφιακού χώρου μπορεί να προκαλέσει ακούσια βλάβη στην Τουρκία με διάφορους τρόπους.
Μια διακοπή της πρόσβασης στο διαδίκτυο ή στις πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα υπονόμευε τις εξαρτώμενες οικονομικές δραστηριότητες στον ψηφιακό τομέα. Αυτό θα είχε οικονομικό κόστος για την Τουρκία και θα επιβάρυνε περαιτέρω την ήδη ταλαιπωρημένη οικονομία της. Η εικόνα θα μπορούσε να γίνει πιο ζοφερή εάν τέτοιες διαταραχές γίνουν συνεχείς και εάν έχουν πολιτικά κίνητρα. Το τελευταίο θα εμβάθυνε τις εικασίες σχετικά με το επενδυτικό κλίμα στην Τουρκία και αναπόφευκτα θα ανέκοπτε το ενδιαφέρον για τα τουρκικά περιουσιακά στοιχεία και τις νεοφυείς επιχειρήσεις μεταξύ των παγκόσμιων επενδυτών τεχνολογίας. Το αποτέλεσμα, επομένως, δεν θα ήταν μόνο πολιτικό αλλά και οικονομικό.
Συμπέρασμα
Υπάρχουν πολλά που διακυβεύονται γύρω από τον νόμο περί παραπληροφόρησης της Τουρκίας. Η εφαρμογή του θα διαμορφώσει την πορεία της χώρας με περισσότερους από έναν τρόπους. Τώρα που ο νόμος έχει θεσπιστεί, πολλά εξαρτώνται από το πώς οι εισαγγελείς και το δικαστικό σώμα ερμηνεύουν και εφαρμόζουν αυτήν τη νομοθεσία. Εξίσου σημαντικά, ωστόσο, θα είναι τα σημάδια που θα τους δώσει η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας.
Καθώς ο Ερντογάν και το κυβερνών ΑΚΡ προσπαθούν να συσπειρώσουν τον λαό γύρω από το θέμα “αιώνας της Τουρκίας” με υποσχέσεις για ενισχυμένες ελευθερίες για την τουρκική κοινωνία, δεν θα πρέπει να υποκύψουν σε βραχυπρόθεσμα πολιτικά συμφέροντα και να μπουν στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν αυτή τη νομοθεσία για να καταστείλουν τις αντίθετες απόψεις. Στο βαθμό που η Τουρκία ενισχύει το κράτος δικαίου, προασπίζει την ελευθερία της έκφρασης και αντιμετωπίζει γενναία τις προκλήσεις που συνδέονται με την πολυφωνία των ιδεών, θα είναι σε θέση να περιηγηθεί στην πολυπλοκότητα ενός ολοένα και πιο ανταγωνιστικού παγκόσμιου τοπίου. Το να στεφθείς πρωταθλητής σε μια τέτοια στρατηγική θα ενίσχυε, δεν θα αποδυνάμωνε, οποιονδήποτε πολιτικό παράγοντα στην Τουρκία.
Δείτε τη δημοσίευση του πρωτότυπου άρθρου εδώ