Εντός του έτους για να μην κατηγορηθούμε για σκοπιμότητες ή αφού δούμε πρώτα πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί στην αντιπολίτευση;» το δίλημμα Μητσοτάκη.
Η απόφαση του πρωθυπουργού για αλλαγή του εκλογικού νόμου μοιάζει ειλημμένη, καθώς η πτώση της Νέας Δημοκρατίας είναι πλέον και μεγάλη και μη αναστρέψιμη στο βαθμό τουλάχιστον επαναδιεκδίκησης της αυτοδυναμίας.
Πρόθεση του Μαξίμου ήταν μάλιστα (Dnews, 3 Αυγούστου) η αλλαγή του εκλογικού νόμου εντός του έτους, ώστε να είναι λιγότερο το πολιτικό κόστος για την αντιθεσμική ενέργεια να κόβει και να ράβει στα μέτρα του το εκλογικό σύστημα, αναλόγως των σκοπιμοτήτων της ΝΔ και του πρωθυπουργού προσωπικά.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, με τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις στο χώρο της αντιπολίτευσης, επικρατούν δεύτερες σκέψεις: Να ολοκληρωθούν οι διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, να αποκρυσταλλωθεί δηλαδή η κατάσταση στην αντιπολίτευση και να διαμορφωθεί το τελικό πεδίο στον αντίπαλο χώρο και τότε να αλλάξει ο εκλογικός νόμος. «Καλύτερα να έχουμε μεγαλύτερο πολιτικό κόστος γιατί θα αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού παρά να ψηφίσουμε ένα νέο εκλογικό νόμο που στο τέλος θα ευνοήσει τους αντιπάλους μας», είναι το «αντεπιχείρημα» κορυφαίων στελεχών του Μαξίμου.
Οριστική απόφαση για το χρόνο αλλαγής του εκλογικού νόμου δεν έχει ληφθεί, με το Μαξίμου να αναμένει να δει (το λιγότερο) πού κατευθύνονται οι εξελίξεις στην αντιπολίτευση.
Αλλαγή του εκλογικού νόμου, επίσης, σημαίνει ότι το Μαξίμου, πάλι με αντιθεσμικό τρόπο, σχεδιάζει ξανά, όπως και το 2023, με πρόσχημα και τότε τον εκλογικό νόμο, να προχωρήσει ξανά σε διπλές εκλογές. Και αυτό επειδή τυχόν αλλαγή του εκλογικού νόμου δεν θα συγκεντρώσει σε καμία περίπτωση παρά μόνο τις «γαλάζιες» 156 ψήφους, ενώ το Σύνταγμα απαιτεί τουλάχιστον 200 βουλευτές για την εφαρμογή του στις επόμενες εκλογές- σε περίπτωση δε που δεν τις συγκεντρώσει θα εφαρμοστεί από τις μεθεπόμενες.
Σε κάθε περίπτωση όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά ομολογία «μη νίκης» για το Μαξίμου.