Γιατί η κυβερνητική πολιτική έχει αποτύχει σε τρία επίπεδα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποίησε στοιχεία που δείχνουν πως από το τέλος του 2019 έως τον Αύγουστο του 2025 οι τιμές τροφίμων στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 30%. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, οι αυξήσεις κυμαίνονται από 20% στην Κύπρο έως 57% στην Εσθονία, με τον μέσο όρο κοντά στο 35%. Η Ελλάδα βρίσκεται συνεπώς λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά η σύγκριση «κρύβει» μια κρίσιμη διάσταση: η χώρα μας ξεκινά από χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων, γεγονός που κάνει την επιβάρυνση μεγαλύτερη σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη αν εξετάσουμε την κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, από το 2019 έως το 2024, οι αμοιβές εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκαν από το 39% του ΑΕΠ στο 35%, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι γύρω στο 47%. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες εργαζόμενοι καρπώνονται μικρότερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο – σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ το κόστος ζωής αυξάνεται, τα εισοδήματα παραμένουν διαχρονικά περιορισμένα.
Η κυβέρνηση απέτυχε να αντιστρέψει αυτήν την τάση. Παρά τις εξαγγελίες για «ανάπτυξη για όλους», η πραγματικότητα είναι ότι η εργασία εξακολουθεί να υποχωρεί έναντι των κερδών και των λειτουργικών πλεονασμάτων.
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι τα τρόφιμα αποτελούν περίπου το 20% του καλαθιού του ΔΤΚ στην Ευρωζώνη – ποσοστό διπλάσιο από εκείνο της ενέργειας. Στην Ελλάδα, όπου τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος διαθέτουν πάνω από το 30% του προϋπολογισμού τους σε τρόφιμα, η αύξηση κατά 30% μεταφράζεται σε πραγματική απώλεια αγοραστικής δύναμης. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο αν ληφθεί υπόψη ότι ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε μεν κατά περίπου 20% από το 2019, αλλά η αύξηση αυτή δεν καλύπτει την άνοδο των τιμών στα βασικά αγαθά.
Η κυβερνητική πολιτική έχει αποτύχει σε τρία επίπεδα. Πρώτον, δεν κατάφερε να περιορίσει τις στρεβλώσεις στην αγροδιατροφική αλυσίδα: οι ελλιπείς έλεγχοι στην αγορά, οι αυξημένοι έμμεσοι φόροι και η περιορισμένη στήριξη στην εγχώρια παραγωγή ενίσχυσαν τις πιέσεις στις τιμές. Δεύτερον, δεν τιμαριθμοποίησε την φορολογική κλίμακα και δεν μείωσε αποτελεσματικά τις ασφαλιστικές εισφορές με αποτέλεσμα οι μισθολογικές αυξήσεις να υπολείπονται της ακρίβειας. Τρίτον, αρκέστηκε σε αποσπασματικά επιδόματα που ανακουφίσαν προσωρινά, αλλά δημιούργησαν στρεβλώσεις στην αγορά.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο: ονομαστικά η ανάπτυξη συνεχίζεται, αλλά οι πολίτες αισθάνονται φτωχότεροι.