Καλό το επίδομα γέννας, χρήσιμο το πρόγραμμα για τις «νταντάδες της γειτονιάς», ανακουφιστικό για χιλιάδες οικογένειες το σχέδιο για αύξηση των βρεφονηπιακών σταθμών, ωστόσο όλα μοιάζουν με «ασπιρίνες» μπροστά στη ραγδαία επιδείνωση του δημογραφικού.
Μια ακόμα συγκριτική έρευνα της Eurostat αναδεικνύει το οξύ πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού στην κατά κυριολεξία «Γηραιά» Ήπειρο.
Ωστόσο, ο χάρτης ανά χώρα και ανά Περιφέρεια προκαλεί σοκ, αφού ήδη η Ελλάδα καταγράφεται στις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωμένων από τους νεώτερους, δηλαδή πρακτικά με το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων άνω των 65 ετών σε αναλογία με τους εργαζόμενους.
Η αναλογία συνταξιούχων/ εργαζομένων έχει επιβαρυνθεί ιδιαιτέρως σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία 20 χρόνια, παρά το ότι πολλοί προσδοκούσαν πως η ευμάρεια της νεόκοπης Ευρωζώνης θα βοηθούσε στο να αυξηθεί το ποσοστό των γεννήσεων. Το 2001, σε κάθε ηλικιωμένο άνω των 65 ετών αναλογούσαν περίπου 4 εργαζόμενοι και κάθε είδους σκέψη ή προβληματισμός για τις αντοχές των συνταξιοδοτικών συστημάτων περιοριζόταν σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Πλέον, 20 χρόνια μετά, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε συνδυασμό με τη μείωση των γεννήσεων, έχουν δημιουργήσει μια εκρηκτική τάση και οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους: σε κάθε συνταξιούχο αναλογούν πια κάτι λιγότερο από 3 εργαζόμενοι.
Η ανάλυση της Eurostat ανά περιοχή «φωτίζει» το ελληνικό πρόβλημα. Το υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων σε αναλογία με τα άτομα 20 ως 64 ετών- δηλαδή τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό- εντοπίζεται στην Ευρυτανία και προκαλεί σοκ: 78,3%! Πρακτικά, αυτό σημαίνει μια αναλογία 1 συνταξιούχος για λιγότερο από 1 εργαζόμενο.
Κι αν ήταν μόνο η Ευρυτανία το πρόβλημα θα ήταν καλά. Από το χάρτη της Eurostat προκύπτει ότι αντίστοιχα επιβαρυμένοι δείκτες καταγράφονται στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Όσο για το βαθύ μπλε χρώμα της γειτονικής Τουρκίας, σημαίνει ότι η αναλογία ηλικιωμένων- νέων είναι στα επίπεδα που βρισκόταν η Ευρώπη πριν από 20 χρόνια.
Τα κακά νέα δεν σταματούν, όμως, με την καταγραφή της κατάστασης στο «σήμερα». Οι προβολές στην επόμενη 30ετία είναι αυτές που προβληματίζουν ακόμα περισσότερο, καθώς η γήρανση του πληθυσμού θα γίνει ακόμα πιο έντονη και είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό γήρανσης θα ξεπεράσει το 52% δηλαδή θα αναλογούν λιγότεροι από 2 εργαζόμενοι σε κάθε συνταξιούχο.
Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, το 2050 θα αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ευρώπη μετά την Πορτογαλία, με την αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών σε σχέση με τα άτομα 15-64 ετών να φτάνει στο 62,6% από 35,1% σήμερα!
Τα στοιχεία αναλυτικά:
Η Τράπεζα της Ελλάδας έχει αναδείξει πολλές φορές το πρόβλημα, σε συνάρτηση με τις πιέσεις που ήδη ασκεί το δημογραφικό, στο δημοσιονομικό και το ασφαλιστικό. Τι έχει προτείνει;
αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, εξωστρέφεια και επιχειρηματικότητα. Η διατηρήσιμη και ισχυρή ανάπτυξη αυξάνει την απασχόληση και ισχυροποιεί τα κίνητρα των νέων για είσοδο στην αγορά εργασίας. Εξομαλύνει τα προβλήματα του ασφαλιστικού, ανακόπτει την τάση φυγής των νέων στο εξωτερικό και ενθαρρύνει την απόφαση για δημιουργία οικογένειας.
μέτρα για τεκνοποίηση, όπως για παράδειγμα μέσω της ουσιαστικής φορολογικής ελάφρυνσης των νοικοκυριών με παιδιά, με παροχή κινήτρων για τη δημιουργία οικογένειας και τη στήριξή της εργαζόμενη μητέρας όπως η δημιουργία υποδομών για καθολική δωρεάν παροχή προσχολικής αγωγής και φροντίδας
εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που ενθαρρύνει όχι μόνο τη συμμετοχή των νέων στο εγχώριο εργατικό δυναμικό
παροχή κινήτρων για την οικειοθελή παράταση του εργασιακού βίου, σε αντιδιαστολή με την υποχρεωτική αύξηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης που συνήθως προκαλεί κοινωνική δυσαρέσκεια
ενσωμάτωση των μεταναστών στην εγχώρια αγορά εργασίας γιατί μετριάζει τη μείωση του εγχώριου εργατικού δυναμικού. Αν και συνιστά μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία, αφού οι εισερχόμενοι μετανάστες από τρίτες χώρες συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλή εξειδίκευση και δυσκολίες προσαρμογής, η μέχρι τώρα εμπειρία χωρών έχει δείξει ότι τα οικονομικά οφέλη για τη χώρα εισδοχής είναι σημαντικά.